κλυδαζόμενον — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp masc acc sg κλυδάζομαι fluctuate pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδαζομένης — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδαζομένου — κλυδάζομαι fluctuate pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδάζεται — κλυδάζομαι fluctuate pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδάζηται — κλυδάζομαι fluctuate pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκλυδασμένον — σύν κλυδάζομαι fluctuate perf part mp masc acc sg σύν κλυδάζομαι fluctuate perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυδάττομαι — (Α) κλυδωνίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλυδάζομαι] … Dictionary of Greek
κλυδασμός — ο (AM κλυδασμός) [κλυδάζομαι] 1. κλυδωνισμός* 2. ιατρ. κυματοειδής κίνηση τού υγρού που υπάρχει σε μια φυσιολογική ή παθολογική κοιλότητα τού σώματος και είναι αισθητή κατά την ψηλάφηση 3. ναυτ. ακανόνιστος κυματισμός τής θάλασσας ο οποίος… … Dictionary of Greek
κλύδαξις — κλύδαξις, ἡ (Α) [κλυδάζομαι] ανακίνηση στομάχου, στομαχική διαταραχή … Dictionary of Greek
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek